- ἐκφέρει
- ἐκφέρωcarry out ofpres ind mp 2nd sgἐκφέρωcarry out ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
въноутрь — (255) нар. и предл. I. Нар. 1. Внутрь; в середину, в пределы: вънѹтрь въ цр҃квь въводити ЖФСт XII, 86; не въведени˫а бо ради вънѹтрь скотѩть. (ἔνδον) КЕ XII, 66а; понеже ѥдиною въшедшю недугѹ внѹтрь. и телеса огньнымь образомь. поѩдающу. КР 1284 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
βουληφόρος — και (δωρ. τ.) βουλαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που εκφέρει γνώμη 2. βουλευτής, μέλος του συμβουλίου των γερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
γνωμοδότης — ο αυτός που εκφέρει υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός … Dictionary of Greek
εμπειρογνώμονας — ο και εμπειρογνώμων, ο, η πραγματογνώμων, ειδικός, που λόγω τών προσόντων του θεωρείται αρμόδιος να εκφέρει γνώμη για ειδικό ζήτημα … Dictionary of Greek
εμπειροτέχνης — ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η) αυτός που εξαιτίας τής πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
ευδιαίτητος — εὐδιαίτητος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να εκφέρει γνώμη, να αποφασίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτητός (< διαιτώμαι)] … Dictionary of Greek